Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυταρβής
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
View word page
πολυτεκνία
πολυτεκνία πολῠτεκνία, ἡ, abundance of children, Arist. from πολύτεκνος
ShortDef
abundance of children
Debugging
Headword:
πολυτεκνία
Headword (normalized):
πολυτεκνία
Headword (normalized/stripped):
πολυτεκνια
IDX:
26940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26972
Key:
polutekni/a
Data
{'content': 'πολυτεκνία\n πολῠτεκνία, ἡ,\n abundance of children, Arist.\n from πολύτεκνος', 'key': 'polutekni/a'}