Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυταρβής
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
View word page
πολύσωρος
πολύσωρος πολύ-σωρος, ον, rich in heaps of corn, Anth.
ShortDef
rich in heaps of grain
Debugging
Headword:
πολύσωρος
Headword (normalized):
πολύσωρος
Headword (normalized/stripped):
πολυσωρος
IDX:
26937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26969
Key:
polu/swros
Data
{'content': 'πολύσωρος\n πολύ-σωρος, ον,\n rich in heaps of corn, Anth.', 'key': 'polu/swros'}