Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυταρβής
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
View word page
πολύσχιστος
πολύσχιστος πολύ-σχιστος, ον, σχίζω many-branching, κέλευθα Soph., Arist., Strab.

ShortDef

many-branching

Debugging

Headword:
πολύσχιστος
Headword (normalized):
πολύσχιστος
Headword (normalized/stripped):
πολυσχιστος
IDX:
26936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26968
Key:
polu/sxistos

Data

{'content': 'πολύσχιστος\n πολύ-σχιστος, ον,\n σχίζω\n many-branching, κέλευθα Soph., Arist., Strab.', 'key': 'polu/sxistos'}