Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυταρβής
πολυτεκνία
πολύτεκνος
View word page
πολυστροφία
πολυστροφία πολυστροφία, ἡ, convolution, Anth.

ShortDef

convolution

Debugging

Headword:
πολυστροφία
Headword (normalized):
πολυστροφία
Headword (normalized/stripped):
πολυστροφια
IDX:
26931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26963
Key:
polustrofi/a

Data

{'content': 'πολυστροφία\n πολυστροφία, ἡ,\n convolution, Anth.', 'key': 'polustrofi/a'}