Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυταρβής
πολυτεκνία
View word page
πολύστονος
πολύστονος πολύ-στονος, ον, στένω much-sighing, mournful, Od., Aesch. of things, causing many sighs, mournful, Il., Trag.
ShortDef
much-sighing, mournful
Debugging
Headword:
πολύστονος
Headword (normalized):
πολύστονος
Headword (normalized/stripped):
πολυστονος
IDX:
26930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26962
Key:
polu/stonos
Data
{'content': 'πολύστονος\n πολύ-στονος, ον,\n στένω\n much-sighing, mournful, Od., Aesch.\n of things, causing many sighs, mournful, Il., Trag.', 'key': 'polu/stonos'}