Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
View word page
πολυστιχία
πολυστιχία πολυστῐχία, ἡ, a number of lines, Anth. from πολύστῐχος

ShortDef

a number of lines

Debugging

Headword:
πολυστιχία
Headword (normalized):
πολυστιχία
Headword (normalized/stripped):
πολυστιχια
IDX:
26928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26960
Key:
polustixi/a

Data

{'content': 'πολυστιχία\n πολυστῐχία, ἡ,\n a number of lines, Anth.\n from πολύστῐχος', 'key': 'polustixi/a'}