Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
View word page
πολυστένακτος
πολυστένακτος πολυ-στένακτος, ον, causing many groans, Anth.
ShortDef
causing many groans
Debugging
Headword:
πολυστένακτος
Headword (normalized):
πολυστένακτος
Headword (normalized/stripped):
πολυστενακτος
IDX:
26926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26958
Key:
poluste/naktos
Data
{'content': 'πολυστένακτος\n πολυ-στένακτος, ον,\n causing many groans, Anth.', 'key': 'poluste/naktos'}