Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
View word page
πολύσταχυς
πολύσταχυς πολύ-στᾰχυς, υ, rich in ears of corn, Theocr.
ShortDef
rich in ears of grain
Debugging
Headword:
πολύσταχυς
Headword (normalized):
πολύσταχυς
Headword (normalized/stripped):
πολυσταχυς
IDX:
26923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26955
Key:
polu/staxus
Data
{'content': 'πολύσταχυς\n πολύ-στᾰχυς, υ,\n rich in ears of corn, Theocr.', 'key': 'polu/staxus'}