Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστονος
πολυστροφία
View word page
πολύσπορος
πολύσπορος πολύ-σπορος, ον, σπείρω very fruitful, Eur.

ShortDef

very fruitful

Debugging

Headword:
πολύσπορος
Headword (normalized):
πολύσπορος
Headword (normalized/stripped):
πολυσπορος
IDX:
26921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26953
Key:
polu/sporos

Data

{'content': 'πολύσπορος\n πολύ-σπορος, ον,\n σπείρω\n very fruitful, Eur.', 'key': 'polu/sporos'}