Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
πολυστιχία
View word page
πολυσπερής
πολυσπερής πολυ-σπερής, ές σπείρω wide-spread, Hom., Hes.
ShortDef
wide-spread
Debugging
Headword:
πολυσπερής
Headword (normalized):
πολυσπερής
Headword (normalized/stripped):
πολυσπερης
IDX:
26918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26950
Key:
polusperh/s
Data
{'content': 'πολυσπερής\n πολυ-σπερής, ές\n σπείρω\n wide-spread, Hom., Hes.', 'key': 'polusperh/s'}