Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστεφής
View word page
πολύσπαστος
πολύσπαστος πολύσπαστος, ον, σπάω drawn by many cords:— πολύσπαστον, ου, a compound pulley, Plut.

ShortDef

drawn by many cords

Debugging

Headword:
πολύσπαστος
Headword (normalized):
πολύσπαστος
Headword (normalized/stripped):
πολυσπαστος
IDX:
26917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26949
Key:
polu/spastos

Data

{'content': 'πολύσπαστος\n πολύσπαστος, ον,\n σπάω\n drawn by many cords:— πολύσπαστον, ου, a compound pulley, Plut.', 'key': 'polu/spastos'}