Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστέλεχος
View word page
πολύσκηπτρος
πολύσκηπτρος πολύ-σκηπτρος, ον, σκῆπτρον wide-ruling, Anth.

ShortDef

wide-ruling

Debugging

Headword:
πολύσκηπτρος
Headword (normalized):
πολύσκηπτρος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκηπτρος
IDX:
26915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26947
Key:
polu/skhptros

Data

{'content': 'πολύσκηπτρος\n πολύ-σκηπτρος, ον,\n σκῆπτρον\n wide-ruling, Anth.', 'key': 'polu/skhptros'}