Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
View word page
πολύσκαρθμος
πολύσκαρθμος πολύ-σκαρθμος, ον, σκαίρω far-bounding, Il.

ShortDef

far-bounding

Debugging

Headword:
πολύσκαρθμος
Headword (normalized):
πολύσκαρθμος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκαρθμος
IDX:
26914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26946
Key:
polu/skarqmos

Data

{'content': 'πολύσκαρθμος\n πολύ-σκαρθμος, ον,\n σκαίρω\n far-bounding, Il.', 'key': 'polu/skarqmos'}