Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
πολυστάφυλος
View word page
πολύσιτος
πολύσιτος πολύ-σῑτος, ον, abounding in corn, Xen. high-fed, full of meat, Theocr.

ShortDef

abounding in grain

Debugging

Headword:
πολύσιτος
Headword (normalized):
πολύσιτος
Headword (normalized/stripped):
πολυσιτος
IDX:
26912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26944
Key:
polu/sitos

Data

{'content': 'πολύσιτος\n πολύ-σῑτος, ον,\n abounding in corn, Xen.\n high-fed, full of meat, Theocr.', 'key': 'polu/sitos'}