Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
πολύς
πολύσπορος
View word page
πολυσιτία
πολυσιτία πολῠσῑτία, ἡ, abundance of corn or food, Xen. From.

ShortDef

abundance of grain

Debugging

Headword:
πολυσιτία
Headword (normalized):
πολυσιτία
Headword (normalized/stripped):
πολυσιτια
IDX:
26911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26943
Key:
polusiti/a

Data

{'content': 'πολυσιτία\n πολῠσῑτία, ἡ,\n abundance of corn or food, Xen. From.', 'key': 'polusiti/a'}