Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
πολύσπλαγχνος
View word page
πολυσημάντωρ
πολυσημάντωρ πολῠ-σημάντωρ, ορος, ὁ, giving commands to many, Hhymn.
ShortDef
giving commands to many
Debugging
Headword:
πολυσημάντωρ
Headword (normalized):
πολυσημάντωρ
Headword (normalized/stripped):
πολυσημαντωρ
IDX:
26909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26941
Key:
polushma/ntwr
Data
{'content': 'πολυσημάντωρ\n πολῠ-σημάντωρ, ορος, ὁ,\n giving commands to many, Hhymn.', 'key': 'polushma/ntwr'}