Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπερής
View word page
πολύσεμνος
πολύσεμνος πολύ-σεμνος, ον, exceeding venerable, Anth.

ShortDef

exceeding venerable

Debugging

Headword:
πολύσεμνος
Headword (normalized):
πολύσεμνος
Headword (normalized/stripped):
πολυσεμνος
IDX:
26908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26940
Key:
polu/semnos

Data

{'content': 'πολύσεμνος\n πολύ-σεμνος, ον,\n exceeding venerable, Anth.', 'key': 'polu/semnos'}