Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
View word page
ἀνελεήμων
ἀνελεήμων merciless, without mercy, NTest.
ShortDef
merciless, without mercy
Debugging
Headword:
ἀνελεήμων
Headword (normalized):
ἀνελεήμων
Headword (normalized/stripped):
ανελεημων
IDX:
2693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2694
Key:
a)neleh/mwn
Data
{'content': 'ἀνελεήμων\n merciless, without mercy, NTest.', 'key': 'a)neleh/mwn'}