Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
View word page
πολυσέβαστος
πολυσέβαστος πολῠ-σέβαστος, ον, the Lat. augustissimus, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυσέβαστος
Headword (normalized):
πολυσέβαστος
Headword (normalized/stripped):
πολυσεβαστος
IDX:
26907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26939
Key:
poluse/bastos

Data

{'content': 'πολυσέβαστος\n πολῠ-σέβαστος, ον,\n the Lat. augustissimus, Anth.', 'key': 'poluse/bastos'}