Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
πολυσπαθής
View word page
πολύσαρκος
πολύσαρκος πολύ-σαρκος, ον, σάρξ very fleshy, Arist.
ShortDef
very fleshy
Debugging
Headword:
πολύσαρκος
Headword (normalized):
πολύσαρκος
Headword (normalized/stripped):
πολυσαρκος
IDX:
26906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26938
Key:
polu/sarkos
Data
{'content': 'πολύσαρκος\n πολύ-σαρκος, ον,\n σάρξ\n very fleshy, Arist.', 'key': 'polu/sarkos'}