Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύσκηπτρος
View word page
πολυσαρκία
πολυσαρκία πολῠσαρκία, ἡ, fleshiness, plumpness, Xen. from πολύσαρκος
ShortDef
fleshiness, plumpness
Debugging
Headword:
πολυσαρκία
Headword (normalized):
πολυσαρκία
Headword (normalized/stripped):
πολυσαρκια
IDX:
26905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26937
Key:
polusarki/a
Data
{'content': 'πολυσαρκία\n πολῠσαρκία, ἡ,\n fleshiness, plumpness, Xen.\n from πολύσαρκος', 'key': 'polusarki/a'}