Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
View word page
πολύρρυτος
πολύρρυτος πολύρ-ρῠτος, ον, much or strong flowing, Soph.

ShortDef

much

Debugging

Headword:
πολύρρυτος
Headword (normalized):
πολύρρυτος
Headword (normalized/stripped):
πολυρρυτος
IDX:
26904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26936
Key:
polu/rrutos

Data

{'content': 'πολύρρυτος\n πολύρ-ρῠτος, ον,\n much or strong flowing, Soph.', 'key': 'polu/rrutos'}