Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
View word page
πολυρροίβδητος
πολυρροίβδητος πολυρ-ροίβδητος, ον, much-whirring, Anth.
ShortDef
much-whirring
Debugging
Headword:
πολυρροίβδητος
Headword (normalized):
πολυρροίβδητος
Headword (normalized/stripped):
πολυρροιβδητος
IDX:
26903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26935
Key:
polurroi/bdhtos
Data
{'content': 'πολυρροίβδητος\n πολυρ-ροίβδητος, ον,\n much-whirring, Anth.', 'key': 'polurroi/bdhtos'}