Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
πολύσιτος
View word page
πολύρροθος
πολύρροθος πολύρ-ροθος, ον, much-roaring, φροίμια π. the cries of many voices, Aesch.
ShortDef
much-roaring
Debugging
Headword:
πολύρροθος
Headword (normalized):
πολύρροθος
Headword (normalized/stripped):
πολυρροθος
IDX:
26902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26934
Key:
polu/rroqos
Data
{'content': 'πολύρροθος\n πολύρ-ροθος, ον,\n much-roaring, φροίμια π. the cries of many voices, Aesch.', 'key': 'polu/rroqos'}