Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσιτία
View word page
πολύρροδος
πολύρροδος πολύρ-ροδος, ον, ῥόδον abounding in roses, Ar.

ShortDef

abounding in roses

Debugging

Headword:
πολύρροδος
Headword (normalized):
πολύρροδος
Headword (normalized/stripped):
πολυρροδος
IDX:
26901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26933
Key:
polu/rrodos

Data

{'content': 'πολύρροδος\n πολύρ-ροδος, ον,\n ῥόδον\n abounding in roses, Ar.', 'key': 'polu/rrodos'}