Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
πολυσινής
View word page
πολύρριζος
πολύρριζος πολύρ-ριζος, ον, ῥίζα with many roots, Anth.

ShortDef

with many roots

Debugging

Headword:
πολύρριζος
Headword (normalized):
πολύρριζος
Headword (normalized/stripped):
πολυρριζος
IDX:
26900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26932
Key:
polu/rrizos

Data

{'content': 'πολύρριζος\n πολύρ-ριζος, ον,\n ῥίζα\n with many roots, Anth.', 'key': 'polu/rrizos'}