Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
πολυσημάντωρ
View word page
πολύρρηνος
πολύρρηνος πολύρ-ρηνος, ον, ῥήν rich in sheep, Od.:—in pl. we have a heterocl. nom., ἄνδρες πολύρρηνες Il.

ShortDef

rich in sheep

Debugging

Headword:
πολύρρηνος
Headword (normalized):
πολύρρηνος
Headword (normalized/stripped):
πολυρρηνος
IDX:
26899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26931
Key:
polu/rrhnos

Data

{'content': 'πολύρρηνος\n πολύρ-ρηνος, ον,\n ῥήν\n rich in sheep, Od.:—in pl. we have a heterocl. nom., ἄνδρες πολύρρηνες Il.', 'key': 'polu/rrhnos'}