Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
πολύσεμνος
View word page
πολύρραφος
πολύρραφος πολύρ-ρᾰφος, ον, ῥάπτω well-stitched, Soph., Theocr.
ShortDef
well-stitched
Debugging
Headword:
πολύρραφος
Headword (normalized):
πολύρραφος
Headword (normalized/stripped):
πολυρραφος
IDX:
26898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26930
Key:
polu/rrafos
Data
{'content': 'πολύρραφος\n πολύρ-ρᾰφος, ον,\n ῥάπτω\n well-stitched, Soph., Theocr.', 'key': 'polu/rrafos'}