Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
View word page
ἀνελέγχω
ἀνελέγχω to convince or convict utterly, Eur.
ShortDef
to convince
Debugging
Headword:
ἀνελέγχω
Headword (normalized):
ἀνελέγχω
Headword (normalized/stripped):
ανελεγχω
IDX:
2692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2693
Key:
a)nele/gxw
Data
{'content': 'ἀνελέγχω\n to convince or convict utterly, Eur.', 'key': 'a)nele/gxw'}