Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολυσέβαστος
View word page
πολύπυρος
πολύπυρος πολύ-πῡρος, ον, πυρός rich in corn, Hom.
ShortDef
rich in grain
full of fire
Debugging
Headword:
πολύπυρος
Headword (normalized):
πολύπυρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυρος
IDX:
26897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26929
Key:
polu/puros1
Data
{'content': 'πολύπυρος\n πολύ-πῡρος, ον,\n πυρός\n rich in corn, Hom.', 'key': 'polu/puros1'}