Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρρυτος
πολυσαρκία
View word page
πολύπτυχος
πολύπτυχος πολύ-πτῠχος, ον, πτύξ, πτυχή of or with many folds, of mountains, Il., Hes., Eur.

ShortDef

of or with many folds; (mountains) with many valleys

Debugging

Headword:
πολύπτυχος
Headword (normalized):
πολύπτυχος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτυχος
IDX:
26895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26927
Key:
polu/ptuxos

Data

{'content': 'πολύπτυχος\n πολύ-πτῠχος, ον,\n πτύξ, πτυχή\n of or with many folds, of mountains, Il., Hes., Eur.', 'key': 'polu/ptuxos'}