πολυπτόητος
            
          
          πολυπτόητος
 πολυ-πτόητος, Ionic -πτοίητος, ον,
 
 πτοέω
 much scared, much-agitated, Anth.
          {
  "content": "πολυπτόητος\n πολυ-πτόητος, Ionic -πτοίητος, ον,\n \n πτοέω\n much scared, much-agitated, Anth.",
  "key": "polupto/htos"
}