Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
View word page
πολυπρόσωπος
πολυπρόσωπος πολυ-πρόσωπος, ον, πρόσωπον many-faced, with many masks or characters, Luc.
ShortDef
many-faced, with many masks
Debugging
Headword:
πολυπρόσωπος
Headword (normalized):
πολυπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
πολυπροσωπος
IDX:
26893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26925
Key:
polupro/swpos
Data
{'content': 'πολυπρόσωπος\n πολυ-πρόσωπος, ον,\n πρόσωπον\n many-faced, with many masks or characters, Luc.', 'key': 'polupro/swpos'}