πολυπρόβατος
πολυπρόβατος
πολυ-πρόβᾰτος, ον,
πρόβατον
rich in sheep or cattle, πολυπροβατωτάτοις Hdt.
{
"content": "πολυπρόβατος\n πολυ-πρόβᾰτος, ον,\n πρόβατον\n rich in sheep or cattle, πολυπροβατωτάτοις Hdt.",
"key": "polupro/batos"
}