Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
πολύρροθος
View word page
πολυπρόβατος
πολυπρόβατος πολυ-πρόβᾰτος, ον, πρόβατον rich in sheep or cattle, πολυπροβατωτάτοις Hdt.
ShortDef
rich in sheep
Debugging
Headword:
πολυπρόβατος
Headword (normalized):
πολυπρόβατος
Headword (normalized/stripped):
πολυπροβατος
IDX:
26892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26924
Key:
polupro/batos
Data
{'content': 'πολυπρόβατος\n πολυ-πρόβᾰτος, ον,\n πρόβατον\n rich in sheep or cattle, πολυπροβατωτάτοις Hdt.', 'key': 'polupro/batos'}