Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
πολύρροδος
View word page
πολυπράγμων
πολυπράγμων πολυ-πράγμων, ονος, πρᾶγμα busy after many things, over-busy, mostly in bad sense, meddlesome, officious, a busybody, Lat. curiosus, an epith. often given to the restless Athenians, Ar., etc.

ShortDef

busy with many things, meddlesome

Debugging

Headword:
πολυπράγμων
Headword (normalized):
πολυπράγμων
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμων
IDX:
26891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26923
Key:
polupra/gmwn

Data

{'content': 'πολυπράγμων\n πολυ-πράγμων, ονος,\n πρᾶγμα\n busy after many things, over-busy, mostly in bad sense, meddlesome, officious, a busybody, Lat. curiosus, an epith. often given to the restless Athenians, Ar., etc.', 'key': 'polupra/gmwn'}