Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
πολύρριζος
View word page
πολυπραγμοσύνη
πολυπραγμοσύνη πολυπραγμοσύνη, ἡ, the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness, Ar., Thuc., etc.

ShortDef

the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness

Debugging

Headword:
πολυπραγμοσύνη
Headword (normalized):
πολυπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμοσυνη
IDX:
26890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26922
Key:
polupragmosu/nh

Data

{'content': 'πολυπραγμοσύνη\n πολυπραγμοσύνη, ἡ,\n the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness, Ar., Thuc., etc.', 'key': 'polupragmosu/nh'}