Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
πολύρρηνος
View word page
πολυπραγμονέω
πολυπραγμονέω πολυ-πραγμονέω, to be busy about many things, in bad sense, to be a meddlesome, inquisitive busybody, Ar., Plat.: also, like νεωτερίζω, to meddle in state affairs, intrigue, Hdt., Xen. c. acc. to be curious after, Menand.

ShortDef

to be busy with many things, meddlesome

Debugging

Headword:
πολυπραγμονέω
Headword (normalized):
πολυπραγμονέω
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμονεω
IDX:
26889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26921
Key:
polupragmone/w

Data

{'content': 'πολυπραγμονέω\n πολυ-πραγμονέω,\n to be busy about many things, in bad sense, to be a meddlesome, inquisitive busybody, Ar., Plat.: also, like νεωτερίζω, to meddle in state affairs, intrigue, Hdt., Xen.\n c. acc. to be curious after, Menand.', 'key': 'polupragmone/w'}