Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
πολύρραφος
View word page
πολύπους2
πολύπους2 πολύπους, the form πολύπους is late the sea-polypus or octopus, Lat. polypus (Hor.), Od., Theogn., etc.
ShortDef
many-footed
octopus
Debugging
Headword:
πολύπους2
Headword (normalized):
πολύπους
Headword (normalized/stripped):
πολυπους2
IDX:
26888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26920
Key:
polu/pous2
Data
{'content': 'πολύπους2\n πολύπους,\n the form πολύπους is late\n the sea-polypus or octopus, Lat. polypus (Hor.), Od., Theogn., etc.', 'key': 'polu/pous2'}