Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπυρος
View word page
πολύπους
πολύπους πολύπους, many-footed, Soph., Plat.

ShortDef

many-footed
octopus

Debugging

Headword:
πολύπους
Headword (normalized):
πολύπους
Headword (normalized/stripped):
πολυπους
IDX:
26887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26919
Key:
polu/pous1

Data

{'content': 'πολύπους\n πολύπους,\n many-footed, Soph., Plat.', 'key': 'polu/pous1'}