Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολυπτόητος
View word page
πολυπόταμος
πολυπόταμος πολῠ-πότᾰμος, ον, with many or large rivers, Eur.

ShortDef

with many or large rivers

Debugging

Headword:
πολυπόταμος
Headword (normalized):
πολυπόταμος
Headword (normalized/stripped):
πολυποταμος
IDX:
26884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26916
Key:
polupo/tamos

Data

{'content': 'πολυπόταμος\n πολῠ-πότᾰμος, ον,\n with many or large rivers, Eur.', 'key': 'polupo/tamos'}