Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
View word page
πολυποίκιλος
πολυποίκιλος πολῠ-ποίκῐλος, ον, much-variegated, Eur.
ShortDef
much-variegated
Debugging
Headword:
πολυποίκιλος
Headword (normalized):
πολυποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
πολυποικιλος
IDX:
26881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26913
Key:
polupoi/kilos
Data
{'content': 'πολυποίκιλος\n πολῠ-ποίκῐλος, ον,\n much-variegated, Eur.', 'key': 'polupoi/kilos'}