Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
πολυπραγμοσύνη
View word page
πολυπόδης
πολυπόδης πολῠ-πόδης, ου, poet. πουλυ-, πολύπους, = πολύπους, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπόδης
Headword (normalized):
πολυπόδης
Headword (normalized/stripped):
πολυποδης
IDX:
26880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26912
Key:
polupo/dhs

Data

{'content': 'πολυπόδης\n πολῠ-πόδης, ου, poet. πουλυ-, πολύπους,\n \n = πολύπους, Anth.', 'key': 'polupo/dhs'}