Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
πολυπραγμονέω
View word page
πολύπλοκος
πολύπλοκος πολύπλοκος, ον, πλέκω much-tangled, thick-wreathed, of a serpentʼs coils, Eur.; of the polypus, with tangled, twisting arms, Theogn. metaph. much-twisting, complex, intricate, Eur., Xen., Anth.
ShortDef
much-tangled, thick-wreathed
Debugging
Headword:
πολύπλοκος
Headword (normalized):
πολύπλοκος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλοκος
IDX:
26879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26911
Key:
polu/plokos
Data
{'content': 'πολύπλοκος\n πολύπλοκος, ον,\n πλέκω\n much-tangled, thick-wreathed, of a serpentʼs coils, Eur.; of the polypus, with tangled, twisting arms, Theogn.\n metaph. much-twisting, complex, intricate, Eur., Xen., Anth.', 'key': 'polu/plokos'}