Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους2
View word page
πολυπλοκία
πολυπλοκία πολυπλοκία, ἡ, cunning, craft, Theogn. from πολύπλοκος

ShortDef

cunning, craft

Debugging

Headword:
πολυπλοκία
Headword (normalized):
πολυπλοκία
Headword (normalized/stripped):
πολυπλοκια
IDX:
26878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26910
Key:
poluploki/a

Data

{'content': 'πολυπλοκία\n πολυπλοκία, ἡ,\n cunning, craft, Theogn.\n from πολύπλοκος', 'key': 'poluploki/a'}