Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
View word page
πολυπλάσιος
πολυπλάσιος πολυ-πλάσιος, α, ον late for πολλαπλάσιος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπλάσιος
Headword (normalized):
πολυπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλασιος
IDX:
26876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26908
Key:
polupla/sios

Data

{'content': 'πολυπλάσιος\n πολυ-πλάσιος, α, ον\n late for πολλαπλάσιος, Anth.', 'key': 'polupla/sios'}