Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
πολυπότης
View word page
πολύπλανος
πολύπλανος πολύ-πλᾰνος, ον, = πολυπλανής, Aesch., Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολύπλανος
Headword (normalized):
πολύπλανος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλανος
IDX:
26875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26907
Key:
polu/planos
Data
{'content': 'πολύπλανος\n πολύ-πλᾰνος, ον,\n = πολυπλανής, Aesch., Eur.', 'key': 'polu/planos'}