Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
πολυπόταμος
View word page
πολυπλάνητος
πολυπλάνητος πολυ-πλάνητος (ᾰ), ον, = πολυπλανής Hdt., Eur.; π. πόνοι the pains of wandering, Eur. of blows, falling in every direction, Aesch.

ShortDef

wandering

Debugging

Headword:
πολυπλάνητος
Headword (normalized):
πολυπλάνητος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλανητος
IDX:
26874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26906
Key:
polupla/nhtos

Data

{'content': 'πολυπλάνητος\n πολυ-πλάνητος (ᾰ), ον,\n = πολυπλανής\n Hdt., Eur.; π. πόνοι the pains of wandering, Eur.\n of blows, falling in every direction, Aesch.', 'key': 'polupla/nhtos'}