Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
πολύπος
View word page
πολυπλανής
πολυπλανής πολυ-πλᾰνής, ές πλανάομαι roaming far or long, Eur.; π. κισσός the straying ivy, Anth. much-erring, or, act., leading much astray, Anth.

ShortDef

roaming far

Debugging

Headword:
πολυπλανής
Headword (normalized):
πολυπλανής
Headword (normalized/stripped):
πολυπλανης
IDX:
26873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26905
Key:
poluplanh/s

Data

{'content': 'πολυπλανής\n πολυ-πλᾰνής, ές\n πλανάομαι\n roaming far or long, Eur.; π. κισσός the straying ivy, Anth.\n much-erring, or, act., leading much astray, Anth.', 'key': 'poluplanh/s'}