Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυπειρία
πολυπείρων
πολυπενθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπίδακος
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολυπλάσιος
πολύπλεθρος
πολυπλοκία
πολύπλοκος
πολυπόδης
πολυποίκιλος
πολύπονος
View word page
πολύπλαγκτος
πολύπλαγκτος πολύ-πλαγκτος, ον, πλάζω much-wandering, wide-roaming, Od., Soph., Eur. act. leading far astray, driving far from oneʼs course, ἄνεμος Il.—In Soph. Ant. 615, π. ἐλπίς may be either wandering, uncertain hope, or, misleading, deceitful; cf. πολυπλανής II.

ShortDef

much-wandering, wide-roaming

Debugging

Headword:
πολύπλαγκτος
Headword (normalized):
πολύπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλαγκτος
IDX:
26872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26904
Key:
polu/plagktos

Data

{'content': 'πολύπλαγκτος\n πολύ-πλαγκτος, ον,\n πλάζω\n much-wandering, wide-roaming, Od., Soph., Eur.\n act. leading far astray, driving far from oneʼs course, ἄνεμος Il.—In Soph. Ant. 615, π. ἐλπίς may be either wandering, uncertain hope, or, misleading, deceitful; cf. πολυπλανής II.', 'key': 'polu/plagktos'}