Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνεκδιήγητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνεκλάλητος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
View word page
ἀνεκτέος
ἀνεκτέος verb. adj. of ἀνέχομαι. to be borne, Soph.

ShortDef

to be borne

Debugging

Headword:
ἀνεκτέος
Headword (normalized):
ἀνεκτέος
Headword (normalized/stripped):
ανεκτεος
IDX:
2689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2690
Key:
a)nekte/os

Data

{'content': 'ἀνεκτέος\n verb. adj. of ἀνέχομαι.\n to be borne, Soph.', 'key': 'a)nekte/os'}